- αναπτερώνω
- και αναφτερώνω (Α ἀναπτερῶ, -όω)δίνω κατά κάποιον τρόπο φτερά, ενθουσιάζω, ενθαρρύνω, ενισχύωαρχ.Ι. (ενεργ. (1. (για πτηνά) δίνω φτερά σε κάποιον, τόν κάνω να φτερουγίσει, να πετάξει2. ανορθώνω, σηκώνω3. δημιουργώ έξαρση σε κάποιον, ερεθίζω, σκανδαλίζω, ξεσηκώνω, ξελογιάζω4. δίνω νέα φτεράΙΙ. παθ.1. αποκτώ νέα φτερά2. εξάπτεται το πνεύμα μου, ανυψώνομαι πνευματικά3. ερεθίζομαι, διεγείρομαι4. εξεγείρομαι, αναστατώνομαι, τρομάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + πτερῶ.ΠΑΡ. αναπτέρωση (-ις)νεοελλ.αναπτέρωμα].
Dictionary of Greek. 2013.